μανιοκρατώ

μανιοκρατώ
μανιοκρατώ (Μ)
(μτβ.) διατηρώ την οργή μου εναντίον κάποιου, μνησικακώ, έχω την επιθυμία να εκδικηθώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + κρατῶ (πρβλ. τρομο-κρατώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”